Απόψε είδα ηλιαχτίδα
να πεθαίνει στη σκιά,
είδα σκοτάδι ν’ ανατέλλει
πάνω στου ήλιου τα φτερά.
Μέτρησα όσα δε μετρούνται
με στιγμές ή με λεπτά,
πάγωσα στο χθες το χρόνο
και ταξίδεψα στου πόνου
το βασίλειο ξανά.
Άκουσα γλυκούς ψιθύρους
και αγγελικά φτερά,
ήχους έζησα που κρύβω,
που πολλά χρόνια φροντίζω,
σε διαδρομές που δε διασχίζω
να κρατούνται σφαλιστά.
Μέθυσα με ευωδιές
νυχτολούλουδων ξανά,
γεύτηκα τις αμαρτίες
που γράφονται σε παραλίες,
κάτω από της πανσέληνου το βλέμμα,
στων κυμάτων μέσα την αγκαλιά.
Χέρια ένοιωσα αγαπημένα
να με λατρεύουν στα κρυφά,
αίμα να ρέει από πληγές
που είχαν θαφτεί κάπου στο χθες,
μα αναστήθηκαν απόψε
για ακόμα μία φορά.
Μίλησα με λευκά δαιμόνια
και με αγγέλους σκοτεινούς,
και έπαιξα με τους κανόνες,
παιχνιδιών τρομαχτικών,
που σκαρφίζεται ο νους.
Ταξίδεψα σε μέρη οικεία
που γαληνεύουν την ψυχή,
μα και σε μέρη που από φόβο
σφραγίζονται με σιωπή.
Κι ύστερα άφησα το χρόνο,
πάλι να κυλήσει ... δανεικός,
για να μου φέρει νέες ήττες,
αγάπες, χαρές…ίσως και νίκες,
κι άλλες βραδιές για να υπάρξουν
που θα μπορώ να νοιώσω...ζωντανός.