Προσπαθώ κάτι γράψω
για να νοιώσω ζωντανός,
να πιστέψω ότι υπάρχω,
να φωνάξω…δεν είμαι νεκρός.
Προσπαθώ να βρω δυο λέξεις
σ’ αγαπάω να σου πω,
μα ψυχή μου μες στο μαύρο
έχεις χαθεί…δεν είσαι εδώ.
Ένα ανθρώπινο κουφάρι
έχει μείνει μοναχά,
που δεν νοιώθει… δεν πονάει,
πέρασαν πλέον τόσα χρόνια
που έπαψε να καρτερά.
Ένα καράβι σκουριασμένο
που αραγμένο αναπολεί,
και καρτερικά αναμένει
λύτρωση στο θάνατο να βρει.
Λαμαρίνες κουρασμένες
από χιλιόμετρα πολλά,
και από θύελλες, φουρτούνες,
το σκαρί του πληγωμένο
γιατρειά στη λήθη αναζητά.
Κάποτε ήταν τα ταξίδια
μέσα από κύματα βουνά,
που αναζητούσε πριν τελειώσουν
να αρχίσουνε ξανά.
Κάποτε ήταν οι τόποι
που ποτέ δεν είχε δει,
που γεμίζαν την καρδιά του
με όνειρα και προσμονή.
Όμως πλέον τα σημάδια
απ’ τα ταξίδια φανερά,
κύματα άλλα δεν αντέχει,
όνειρα δεν έχει πια.
Τώρα θέλει να ξεχάσει,
μες στο χρόνο να χαθεί,
φιλικά οικεία νερά
το σκαρί του να αγκαλιάσουν
και κει αποκαμωμένο
να γείρει και να κοιμηθεί.
Προσπαθώ κάτι γράψω
για να νοιώσω ζωντανός,
όμως πλέον δεν υπάρχω…
όμως πλέον είμαι νεκρός.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου