Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

Μια βραδιά

Μια βραδιά που θα περάσει
δίχως λόγια τρυφερά,
μια βραδιά δίχως αγάπη,
μια βραδιά για μοναξιά.

Μια βραδιά που θα κοιτάζεις
το θεό και θ’ απειλείς,
αν του βαστάει να κατέβει
δυο κουβέντες να του πεις.

Να του πεις πως δεν αντέχεις
τόσο μόνος πια να ζεις
να του πεις να πάρει πίσω
το πολύτιμο δώρο της ζωής.

Να του πεις, ρε δε γουστάρω,
να του πεις, ρε δεν μπορώ,
να πληγώνω, να πονάω,
προκειμένου για να ζω.

Να του πεις πως για να ζήσω
το νοίκι είναι ακριβό,
ρε δεν γουστάρω να πληρώνω,
ρε δεν αντέχω πια να ζω.

Μια βραδιά που σε ζυγώνουν
δαίμονες και προσευχές,
μια βραδιά που μοιάζει το αύριο
να στραγγαλίζεται από το χθες.

Μια βραδιά δίχως συμπόνια
που θέλεις αίμα να γευτείς,
μια βραδιά που δεν γουστάρεις
και θέλεις αίμα να γευτείς.

Μια βραδιά που θα κοιτάζεις
το θεό και θ’ απειλείς,
αν σου βαστάει έλα για λίγο
και νοιώσε τον πόνο της ζωής.

Μια βραδιά που θα κοιτάζεις
το θεό και θ’ απορείς..
Εσύ άραγε αντέχεις...;
Εσύ άραγε μπορείς…;
Ότι αντέχω να τ’ αντέξεις…;
και ότι ζω κι εσύ να ζεις…;

Ένας τρελός…




Το βράδυ ντύνομαι Θεός
και παίζω με τα άστρα,
ένας τρελός που χάνεται
σε ερείπια από ναούς
και γκρεμισμένα κάστρα.

Ναοί που φιλοξένησαν
της μοίρας μου θυσίες,
πάνω σε πέτρινους βωμούς
που οι άγγελοι σμιλέψανε
πριν να γενούν των ανθρώπων
φύλακες ευτυχίας.

Τότε που δεν υπήρχανε
όρια και κανόνες,
τότε που ήταν οι άνθρωποι
ένα παιχνίδι θεϊκό,
φάρσες να καταστρώνουνε
για να περνούνε οι αιώνες.

Κάστρα που με κόπο χτίσανε
τα χέρια τα δικά μου,
κάθε πέτρα λαξεύσανε,
με ιδρώτα την μουσκέψανε,
από της ψυχής μου την ψυχή
και αίμα απ΄ την καρδιά μου

Με μάρμαρο τα ντύσανε
και ακριβό γρανίτη,
όσοι τα επισκέπτονται
να νοιώθουν δέος μα και θυμό,
γιατί ετούτο το αρχοντικό,
ιδιοκτησία ενός τρελού,
σε αυτούς ποτέ δεν θ’ ανήκει.

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

Μία αγάπης αγκαλιά



Ας δακρύσω κι ας πονέσω,
δεν με νοιάζει…ας χαθώ,
μια αγκαλιά αρκεί να ζήσω
στης αγάπης τον ρυθμό.

Δύο σώματα ενωμένα
σε αργό, γλυκό σκοπό,
που θα ‘χουν πλέον ξεπεράσει
κάθε τι το φυσικό.

Κάθε σκέψη να καλύψει
άρωμα μεθυστικό,
και ο κόσμος, προς τιμή τους,
να σταματήσει να γυρίζει
για ένα αιώνιο λεπτό.

Τα όνειρα να σταματήσουν
από τη ζήλια τους χλωμά,
όταν άξαφνα θα δούνε
μέσα στο ευλογημένο σύμπαν
πως υπάρχουν δημιουργίες
από αυτά πιο μαγικά.

Τα παραμύθια να ντραπούνε
και να νοιώσουνε μικρά,
ο μύθος τους όταν θα δούνε,
θεέ μου πόσο ωχριά,
όταν δίπλα θα σταθούνε
σε μια αγάπης αγκαλιά.

Μια αγκαλιά αρκεί να ζήσω
στης αγάπης το ρυθμό,
και μετά ας χαθώ…ας σβήσω,
τον θεό θα προσκυνήσω
και νοιώθοντας ευλογημένος
θα του πω…
”Σ’ ευχαριστώ.”

Μαχητής



Στη ζωή μου μαχητής
επέλεξα να πορευτώ,
δεν έμαθα να εγκαταλείπω,
δε ξέρω να οπισθοχωρώ.

Για ασπίδα την καρδιά μου
έχω μάθει να κρατώ,
λαξευμένη μέσα στη φλόγα
από κράμα οργανικό.

Και για όπλο έχω μάθει
χρόνια τώρα να βαστώ,
την ψυχή μου να προτάσσω
μπρος σε κάθε μου εχθρό.

Τη ζωή μου μία μάχη
τη φορά την πολεμώ,
τις πληγές δεν τις φοβάμαι
μ’ αυτές έμαθα να ζω.

Απ’ το αίμα μου έχω μάθει
να κερνάω τον εχθρό,
και όταν νομίζει πως νικάει
εγώ απλά...χαμογελώ.

Στην ζωή μου μαχητής
επέλεξα να πορευτώ,
τον θάνατο δεν τον φοβάμαι,
στην τελευταία μου την μάχη...
μαζί του θ΄ αναμετρηθώ.

Κρήτη..




…σε ξέρει ετούτο το κορμί
το χεις πελεκημένο,
με το σκληρό το χώμα σου
το χεις αναθρεμμένο.

…σε ξέρει ετούτη η ψυχή
πνοή της έχεις δώσει,
από παιδί τη φλόγα σου
μέσα της έχει νοιώσει.

…σε ξέρει ετούτη η καρδιά
το αίμα που σ’ έχει ποτίσει,
βαθιά μέσα στις φλέβες της
θα ρέει μέχρι να σβήσει.

Με αίμα, χώμα και φωτιά
η Κρήτη μας σμιλεύει
και μ’ ένα γλυκό μάνας φιλί,
κορμί, καρδιά μα και ψυχή...
στο χρόνο σημαδεύει.

Μην αφήσεις

Σαν ακούσεις τις βουβές τις προσευχές
και της σιωπής το ουρλιαχτό σα σε τρομάξει,
μην αρνηθείς τις κρυφές σου τις ευχές
και τα όνειρα που κάνεις πριν χαράξει.

Σα σκοτεινό φως γύρω σου απλωθεί
και ακίνητος ο χρόνος θα περνάει,
η ψυχή σου πρόσεξε μην νεκρωθεί,
τη ζωή σου μην αφήνεις να κυλάει.

Οι δαίμονες με δώρα σαν θα ‘ρθουν
και οι άγγελοι με κατάρες σε ζυγώσουν,
τα παραμύθια που έπλεκες μικρός
μην αφήσεις γκρίζα και μουντά να μαραζώσουν.

Μην αφήσεις το μαύρο πέπλο της νυχτιάς
και τα σύννεφα που κρύβουν τα αστέρια,
να σου κλέψουν της καρδιάς σου τα προικιά,
της ψυχής σου τα λευκά τα περιστέρια.

Μην αφήσεις το τραγούδι της σιωπής
και τους ψίθυρους που σε έχουν ξεκουφάνει,
τις ψαλμωδίες να σου κλέψουν,
που σα παιδί,
στο μυαλό σου μια βραδιά είχες υφάνει.

Σαν ακούσεις τις βουβές τις προσευχές
και της σιωπής το ουρλιαχτό σα σε τρομάξει,
μη βυθιστείς σε σκοτεινές διαδρομές,
ένα δάκρυ πικρό απλά, άσε να στάξει.