Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Τώρα άραγε...θυμάσαι;





Και τώρα άραγε τι;…τι είναι άραγε αυτό που πρέπει να κάνω ;…τι είναι αυτό που πρέπει να κυνηγήσω για να είμαι ευτυχισμένος; Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός...αθώος...ένα άμορφο ακόμα πλάσμα που προσπαθούσε να καθορίσει την μορφή του...να καθορίσει και συνάμα να κατανοήσει την θέση του σε αυτόν τον κόσμο. Εσύ το θυμάσαι;...αλήθεια άραγε...θυμάσαι;...τότε που ένα εκατομμύριο ερωτηματικά αιωρούνταν πάνω από το κεφάλι σου...τότε που τα πάντα ήταν άγνωστα και όμως τόσο οικεία...τόσο φιλικά...καμία από τις άμυνες σου δεν υπήρχε…βλέπεις δεν υπήρχε λόγος να υπάρχει...κανείς δεν σε είχε πληγώσει...κανείς δεν σε είχε προδώσει...κανείς δεν σε είχε εκμεταλλευτεί. Τότε που ήθελες να γνωρίσεις τα πάντα...να μάθεις για τα πάντα...τότε που οι φίλοι σου δεν είχαν ονόματα...όλοι φίλοι σου ήταν...και αν δεν ήταν, γινόντουσαν. Αρκούσε ένα χαμόγελο...ένα “θέλεις να παίξουμε”...ένα κομμάτι τσίχλα…και αμέσως μια μεγάλη φιλία ξεκινούσε...χωρίς επιφυλάξεις...χωρίς δεύτερες σκέψεις...χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας...τόσο απλά...τόσο ειλικρινά.

Τότε, που κάθε απάντηση που λάμβανες, ακόμα και στο πιο απλό σου ερώτημα, έμοιαζε τόσο μαγική...τόσο εντυπωσιακή...που απλά έπρεπε να το μοιραστείς με όλο τον κόσμο, ήθελες να μοιραστείς μαζί του αυτή την τρομερή σου ανακάλυψη...αυτή την εξωπραγματική αλήθεια...να μοιραστείς μαζί του...θυμάσαι άραγε πως είναι να μοιράζεσαι τόσο ανοιχτόχερα;...πως είναι να θέλεις να δώσεις στον άλλο τα πάντα;...όχι επειδή είναι ο καλύτερος σου φίλος...όχι επειδή είναι ο μεγάλος έρωτας της ζωής σου...όχι επειδή έτσι θα κάνεις μεγάλη εντύπωση και θα προκαλέσεις τον θαυμασμό των άλλων προς το πρόσωπό σου...έτσι απλά...επειδή δεν μπορείς να διανοηθείς να κρύψεις μία τόσο σημαντική πληροφορία από κάποιον...όποιον...απλά δεν το χωράει ο νους σου...είμαι σίγουρος ότι δεν μπορείς να θυμηθείς...ούτε εγώ μπορώ να θυμηθώ πια. Κι όμως όλοι έτσι ξεκινήσαμε ρε γαμώτο…όλοι έτσι…

Ήταν τότε λοιπόν...εκείνη τη μυθική εποχή για την οποία όλοι ξέρουμε ότι υπήρξε και που ταυτόχρονα, όλοι αναρωτιόμαστε πλέον...μα αλήθεια;...μα αλήθεια υπήρξε;...που κι εγώ μία απάντηση έλαβα σε ένα από τα ερωτήματα μου...μία απάντηση που τη θεώρησα τότε τόσο μαγική...τόσο θεόσταλτη...και συνάμα τόσο...μα τόσο απλή. Δεν μπορεί να είναι τόσο εύκολο είχα σκεφτεί...είναι αδύνατο...δεν μπορεί...μα τόσο εύκολο!;

Βλέπεις τι πιο απλό για ένα παιδί να ακολουθήσει την καρδιά του...να κυνηγήσει τα όνειρά του...να μην αφήσει τίποτα και κανένα να σταθεί στο διάβα του προς αυτά. Αυτήν ήταν η απάντηση...τόσο απλή...σε μία εξίσου απλή ερώτηση...έτσι μου είχε φανεί τότε...τι χρειάζεται για να είμαι ευτυχισμένος...για να είμαι χαρούμενος...στη ζωή μου...μόνο αυτό. Δεν ήταν λες και ζητούσα να μου‘πούνε γιατί θυμώνει το νερό όταν το ζεσταίνουμε και προσπαθεί να αποδράσει από τη κατσαρόλα…ούτε γιατί ο ήλιος και το φεγγάρι είναι συνέχεια τσακωμένοι και με το που εμφανίζεται ο ένας το άλλο φεύγει...ούτε καν γιατί ο πατέρας μου ήθελε να πηγαίνουμε κάθε χρόνο και να δέρνουμε τις κακόμοιρες τις ελιές μας στο χωριό.

Κι ύστερα...ύστερα ο χρόνος κύλησε...τα χρόνια περάσανε...το άμορφο πλάσμα άρχισε να παίρνει μορφή...όχι από επιλογή...αλλά σαν ένα κομμάτι μέταλλο που φοβισμένο και με το ζόρι, έρχεται στα χέρια ενός σιδερά...για να του δώσει το σχήμα που αυτός επιθυμεί...δεν το ρωτάει κανείς...και όσο και αν αντιστέκεται...όσο και αν προσπαθεί να διατηρήσει την απροσδιόριστη μορφή του...τόσο περισσότερο ευχαριστιέται ο σιδεράς από τον εαυτό του...από την τέχνη του...βλέπεις ξέρει τον τρόπο να λυγίσει και το σκληρότερο μέταλλο...να δαμάσει τη δυναμή του... να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες του...έχει τα τόσα χρόνια εμπειρίας του που δουλεύουν υπέρ του. Βλέπεις το σίδερο πρώτη φορά αντικρίζει τον σιδερά όμως ο σιδεράς έχει γνωρίσει πολλά πεισματάρικα μέταλλα μέχρι τώρα...όλα στην αρχή αλύγιστα ήταν...όλα στην αρχή νόμιζαν ότι θα καταφέρουν να αντισταθούν...κουτά σκεφτόταν, δεν με ξέρετε...θα με μάθετε όμως, πολύ καλά, καθώς και τους φίλους μου...δεν έχετε όμοιους του ματαξαναδεί...σφυρί...φωτιά...αμόνι...και νερό...αυτοί ήταν οι φίλοι...ο καθένας ξεχωριστά ανίκανος μπροστά στο μέταλλο...όταν όμως ήταν μαζί όλοι...το δέος που προκαλούσε η δύναμη που είχαν ήταν ασύλληπτη... και έτσι το τέλος πάντα το ίδιο ήταν...πηλός στα χέρια του.

Και τώρα; Τώρα που η μορφή σου έχει από χρόνια καθοριστεί...τώρα που
είσαι πια ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος...τουλάχιστον έτσι σου είπαν, σε διαβεβαίωσαν άλλωστε οι τόσοι σοφοί, ότι οι ίδιοι επέβλεπαν αυτή σου τη μεταμόρφωση...τώρα που τόσες άχρηστες γνώσεις έχουν γεμίσει το μυαλό σου... τώρα που οι φίλοι σου είδος προς εξαφάνιση είναι...τώρα που έχεις τόσες άμυνες που κάνεις τα άρματα μάχης να ωχριούν...τώρα που το να μοιράζεσαι μοιάζει τόσο επώδυνο...τώρα που η απάντηση εκείνη μοιάζει σαν τα λόγια ενός τρελού...τώρα άραγε τι;...τώρα άραγε θυμάσαι; Μην ανησυχείς όμως...πλέον ούτε εγώ θυμάμαι!!!