Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Δω χάμω κείτεται νεκρός




















Δω χάμω κείτεται νεκρός,

μίζερος άνθρωπος...κακός,

κανένας δεν εδάκρυσε

σαν έφυγε η ψυχή του.


Κανείς πένθος δεν βίωσε,

μόνος του απεβίωσε,

το δάκρυ το τελευταίο του

ταξίδεψε μονάχο.


Aγάπης χέρι στα στερνά,

στα τελευταία τα λεπτά,

δεν βρέθηκε το χέρι του

τρεμάμενο να κρατήσει.


Και ούτε πρόσωπο...έστω γνωστό,

σαν χάρη σε συνάνθρωπο,

δεν ήταν στο τέλος πλάι του,

με ένα φιλί στο μέτωπο,

για να τον χαιρετήσει.


Έζησε μόνος τη ζωή,

του κόσμου απέφευγε τη βουή,

γιατί ποτέ δεν κατάφερε

το φόβο του να νικήσει.


Στα όνειρα έβρισκε το φως,

μέχρι το τέλος...τόσο δειλός,

ποτέ του δεν βρήκε δύναμη

τον ήλιο να αντικρίσει.


Σε μια φυλακή τον είχα βρει

την έχτιζε μου είπε...μια ζωή,

ποτέ του δεν ετόλμησε

να ανοίξει τα φτερά του.


Τους ανθρώπους, μου ‘πε...δεν τους μπορώ,

τους αγαπάω...μα πονώ,

κάθε φορά που έρχονται

μου κλέβουνε και κάτι.


Δεν είναι που είμαι κακός

μου ‘πε κάποτε...εμπιστευτικώς,

μα τρόπο δεν έχω άλλο πια

να πάψω να πονάω.


Δω χάμω κείτεται νεκρός,

μίζερος άνθρωπος...κακός,

με όρκισε στο τάφο του

ετούτο πως θα γράψω.


Ποτέ κανείς να μη σταθεί,

πάνω από το μνήμα του και πει,

πως άνθρωπος ήτανε κι αυτός,

και ίσως τελικά να άξιζε

σαν έφευγε...να κλάψω.