Πέμπτη 17 Ιουλίου 2008

Σβήνοντας...



Με χέρια αιματoβαμmένα
και τα μάτια μου υγρά,
κάθισα να λαξεύσω όπλα
έχοντας μόνα υλικά,
μια ψυχή που αχνοφέγγει
και μι’ ατίθαση καρδιά.

Με σφυρί, φωτιά κι αμόνι,
τη ψυχή σφυρηλατώ,
τρομερό όπλο να φτιάξω
να φοβίζει κάθε εχθρό.

Και την καρδιά μου ατσαλώνω,
με στρώσεις πολλές, προσεχτικά,
με έρωτες που χάθηκαν στο χρόνο...
με πόνο τη διακοσμώ και μοναξιά.

Με τον ιδρώτα μου θα σβήσω
τα πυρωμένα υλικά
και τη μουτζούρα θα ξεβγάλω...
κι από τα χέρια τα αίματα.

Τις πληγές από τις μάχες
που πολέμησα γυμνός,
θα καθαρίσω με σκοτάδι
και θα ξεπλύνω με λίγο φως.

Και ύστερα τελευταία στάση
στης Άρνης θα κάνω τη πηγή,
και τη κούπα θα γεμίσω...
την ανθρωπιά μου για να σβήσω...
και τη μνήμη να βοηθήσω
μέσα στο χρόνο να χαθεί.

Κι έτσι ξαναγεννημένος
τη γύμνια μου θ’ απαρνηθώ,
με όπλα πλέον θα την καλύψω
και με ένα χέρι στιβαρό.

Και στης μάχης το πεδίο
πάλι θα δώσω το παρόν...
μα αυτή τη φορά τη μάχη...
δεν θα τους την αρνηθώ.